νομολογία

νομολογία
Η πρώτη, γενική σημασία του όρου δηλώνει την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Η αρχική λατινική έκφραση juris prudentia υποδήλωνε την ερμηνεία του δικαίου, η οποία στην αρχή γινόταν αποκλειστικά από τους ποντίφηκες. Στους επόμενους χρόνους, ο όρος δήλωνε την ερμηνευτική εργασία των προσώπων που διέθεταν ιδιαίτερη νομική πείρα (juris prudentes = νομομαθείς) και με αυτή την έννοια έγινε συνώνυμη με τη νομική επιστήμη. Κατά τη νεότερη τεχνική εκδοχή, ως ν. νοείται το σύνολο των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται από τα αρμόδια όργανα της δικαιοσύνης. Σύμφωνα με την ειδική αυτή σημασία, η ν. αποτελεί ερμηνευτική πηγή του δικαίου, κοντά στην αυθεντική ερμηνεία του νομοθέτη και στη θεωρητική ερμηνεία των επιστημόνων. Κατά το ελληνικό δίκαιο, η δικαστική ερμηνεία δεν έχει δεσμευτική δύναμη πέρα από την κρινόμενη υπόθεση, αν και αποτελεί συχνά σοβαρή βάση προσανατολισμού για τον δικαστή, κυρίως όταν προέρχεται από τα ανώτατα ακυρωτικά δικαστήρια (Άρειος Πάγος, Συμβούλιο Επικρατείας). Σε πολλές περιπτώσεις, η δικαστική ερμηνεία οδηγεί τον νομοθέτη στη διάπλαση των νομικών κανόνων και στην ενδεχόμενη διατύπωσή τους. Τροποποίηση ή νέα θέσπιση αντικατοπτρίζει το ζωντανό δίκαιο, που πολλές φορές διασταυρώνεται με τους κανόνες δικαίου που ισχύουν από τυπική άποψη και συμβάλλει στην αναπροσαρμογή τους σύμφωνα με τις ανάγκες της κοινωνικής ζωής.
* * *
η
1. η δικαστική ερμηνεία νόμου, η εφαρμογή του από δικαστήριο
2. το σύνολο τών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί από τα δικαστήρια
3. το σύνολο τών δικαστικών αποφάσεων για ένα συγκεκριμένο θέμα, το οποίο και αποτελεί οδηγό για ανάλογες περιπτώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομολόγος. Η λ. μαρτυρείται από 1847 στον Κ. Ασώπιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νομολογία — η το σύνολο δικαστικών ερμηνειών νόμων που αποτελούν και οδηγό για ανάλογες περιπτώσεις: Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • nomology — noun a) The study of laws b) The study of general physical and logical laws See Also: νομολογία …   Wiktionary

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • έγκριση — (Νομ.). Η απαιτούμενη –σε ορισμένες περιπτώσεις– συγκατάθεση ενός προσώπου μετά την επιχείρηση μιας δικαιοπραξίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί το κύρος της και μάλιστα αναδρομικά. Έτσι, η εκ των υστέρων έ. των πράξεων ενός δικηγόρου που ενήργησε… …   Dictionary of Greek

  • αντιποίηση — Στη νομική ορολογία, α. αρχής ή υπηρεσίας καλείται όταν ένα άτομο εμφανίζεται, χωρίς να είναι, φορέας δημόσιας ή δημοτικής υπηρεσίας, καθώς επίσης και υπηρεσίας λειτουργού της επίσημης ή άλλης γνωστής στην Ελλάδα θρησκείας και του δικηγορικού… …   Dictionary of Greek

  • διάταγμα — Όρος που χαρακτηρίζει μία κατηγορία –τη σημαντικότερη– πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας, των οποίων όμως τα όρια και το περιεχόμενο έχουν μεταβληθεί κατά την ιστορική εξέλιξη της Ελλάδας και άλλων χωρών ή έγιναν αντικείμενο αμφισβητήσεων. Όσο… …   Dictionary of Greek

  • διοίκηση — Κάθε δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα άτομα και οι διάφοροι δημόσιοι ή ιδιωτικοί οργανισμοί για τη συστηματική και συνεπή διεύθυνση και διαχείριση των υποθέσεών τους. Ωστόσο, σήμερα o όρος τείνει να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τις… …   Dictionary of Greek

  • επιμελητήριο — Οργάνωση σε τοπική, εθνική ή διεθνή κλίμακα, με σκοπό την εξυπηρέτηση διαφόρων κλάδων της οικονομίας και των αντίστοιχων επαγγελματικών τάξεων· είναι επιφορτισμένη με καθήκοντα ενημέρωσης, ανάπτυξης του κλάδου, διοικητικά κ.ά. Κατά την ιστορική… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • ερμηνεία — η (AM ἑρμηνεία) [ερμηνεύς] 1. εξήγηση, διασαφήνιση, αποσαφήνιση σκοτεινής ή διφορούμενης έννοιας 2. μετάφραση κειμένου 3. μεταγλώττιση από μια γλώσσα σε άλλη 4. (νομ.) η επιστημονική εργασία που γίνεται για να διαγνωστεί η αληθινή βούληση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”